Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατρόμητος -η -ο [atrómitos] Ε5 : που δεν αισθάνεται τρόμο, φόβο· άτρομος, άφοβος, γενναίος. ANT δειλός: Aτρόμητα παλικάρια.
ατρόμητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀτρόμητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατρόμητος, -η, -ο [atrόmitos]
- fearless, bold, dauntless, intrepid (syn in ατρόμαχτος):
- ~ γέρος, εξερευνητής, ήρωας, θαλασσινός, πολεμιστής |
- ατρόμητη βασίλισσα |
- ατρόμητη καρδιά, ψυχή |
- εκφράζει ~ τη γνώμη του |
- αντικρύζουν με ατρόμητο μάτι το φρενιασμένο ταύρο (Kazantz) |
- περνούσα μαζί της ~ ανάμεσα στους αλήτες (Glezos) |
- μας χρειάζονται άνθρωποι γεμάτοι φλόγα δημιουργίας .. και ατρόμητοι μπροστά στους κινδύνους (Panagiotop) |
- το νικηφόρο στράτευμα συνεχίζει ατρόμητο τον αγώνα (Kakridis) |
- poem ξεκίνησε ο Δαβίδ ~ | ν' ανοίξει του Γολιάθ το λάκκο (Skipis)
[fr K, AG ἀτρόμητος, der of τρομητός 'trembling']
- fearless, bold, dauntless, intrepid (syn in ατρόμαχτος):