Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατροφικότητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ατροφικότητα [atrofikόtita] η, (L)
  • state of atrophy (syn ατροφία 2):
    • κατά τις γνώμες ειδικών υγιειονολόγων, η ~ των παιδιών του σχολείου περνάει τα 75% (Angelop)

[fr kath (neol) ατροφικότης, der of ατροφικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go