Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατράνταχτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ατράνταχτα [atrándaxta] adv
  • ① immovably, firmly, solidly (syn ασάλευτα 1, στερεά):
    • δέντρο ~ ριζωμένο |
    • στέκει ~ |
    • το σπίτι, .. ~ χτισμένο απάνω σε δυο ζουνάρια κεσάρι, το τριγυρίζαν οι λεμονιές (KRados) |
    • poem μα ούτε ο Oδυσσέας μπορούσε σπρώχνοντας στη γη να τον ξαπλώσει | ούτε κι ο μέγας Αίας, τι ~ βαστούσε κι ο Oδυσσέας (Homer Il 23.720 Kaz-Kakr)
  • ② fig firmly, unshakably, solidly, steadfastly (syn ακράδαντα, σταθερά):
    • πρέπει ~ να πιστεύομε στο θαύμα της θέλησης (Tsatsos) |
    • τούτο το περιστατικό στερέωσε ~ την πίστη και την αγάπη του κόσμου στον Παπουλάκο (Bastias)
  • ⓐ firmly, indisputably, incontestably (syn αδιάσειστα):
    • αποδείχνει ~

[der of ατράνταχτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go