Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατομοκρατία η [atomokratía] Ο25 : (φιλοσ.) κάθε θεωρία που αποδίδει στα δικαιώματα, στις προτιμήσεις, στις απαιτήσεις και στις επιδιώξεις του ατόμου την υπέρτατη αξία: Kατά τη θεωρία της ατομοκρατίας όλα τα ιστορικά και κοινωνικά φαινόμενα είναι αποτέλεσμα της συνειδητής και σκόπιμης δράσης των ατόμων.
[λόγ. άτομ(ον) 1 -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. individualisme]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομοκρατία [atomokratía] η, (L)
- theory or doctrine stressing the centrality or importance of individuals as contrasted to society or state, individualism (syn ατομικισμός 2, ατομισμός 1):
- η ~ επικρατεί στη σύγχρονη ηθική .. φέρνοντας συχνά αντιμέτωπο το άτομο με το κοινωνικό σύνολο (Evelpidis)
[fr kath (neol) ατομοκρατία, der of ατομοκράτης w. suff -ία; cf δουλοκρατία, οχλοκρατία, τοποκρατία etc]
- theory or doctrine stressing the centrality or importance of individuals as contrasted to society or state, individualism (syn ατομικισμός 2, ατομισμός 1):