Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατομικιστικό
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικιστικό [atomicistikό] το, (L)
  • self-centeredness, selfishness, individualism, egotism (syn in ατομικισμός 1):
    • η γλυπτή παράσταση .. περιέχει το φιλαπόδημο, το ~, το πολιτικά πρόσκαιρο (Floros)

[substantiv. n of ατομικιστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικιστικός -ή -ό [atomikistikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στον ατομικιστή ή στον ατομικισμό: Aτομικιστικές ενέργειες, που έχουν κριτήριο και επιδίωξη το ατομικό συμφέρον. Aτομικιστικές θεωρίες.

[λόγ. ατομικιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικιστικός, -ή, -ό [atomicistikós] (L)
  • ① self-centered, self-interested, selfish, egotistical (syn ατομιστικός 2, εγωιστικός):
    • η κίνηση για περιηγητικές εγκαταστάσεις .. σκοντάφτει σε δυσκολίες, που προέρχονται .. από ατομικιστικές τάσεις μοναστηριών (Floros)
  • ② characterized by or favoring individuality or distinctiveness, assertively independent, individualistic (syn ατομιστικός 1):
    • δεν υπάρχουν εκατό ειδών καφέδες, όπως τους έχει διαφοροποιήσει το ατομικιστικό δαιμόνιο του Έλληνος (Melas)
  • ⓐ concerned w. or centered on individuals, individualistic (syn ατομιστικός 1b, ατομοκρατικός):
    • ατομικιστική ηθική, μεθοδολογία |
    • το τέλος του πολέμου σημειώνει .. την προώθηση του νέου σοφιστικού ατομικιστικού πνεύματος (Varelas) |
    • διαμόρφωσαν .. μια κοινωνία ατομικιστική .. κατά το ότι πιστεύει στο άτομο, στην πρωτοβουλία του (Theotokas) |
    • η τέχνη κατάφευγε σε μια ατομικιστική απομόνωση (Athanasiadis-N)

[der of ατομικιστής w. suff -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go