Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμομηχανή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμομηχανή η [atmomixaní] Ο29 : η μηχανή που κινείται με τη δύναμη του ατμού. || (ειδικότ.) η ατμομηχανή του τρένου, ατμάμαξα.

[λόγ. ατμο- + μηχανή μτφρδ. γαλλ. machine à vapeur]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμομηχανή [atmomixaní] η, (L)
  • ① steam engine:
    • ως το 1935 τα ελαιοεργοστάσια εκινούντο με ατμομηχανές |
    • η ανακάλυψη της ατμομηχανής στην Αγγλία δεν άλλαξε την τύχη όλων των χωρών; (Evelpidis)
  • ② steam locomotive (syn ατμάμαξα):
    • τον εζάλιζαν .. οι κρότοι του τρένου, τα βογγητά της ατμομηχανής (Xenop) |
    • ο λόγος του .. ήταν σαν ~, που παρέσυρε το παν στην ορμή της (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμομηχανή, cpd w. μηχανή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες