Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμοκίνητο [atmocínito] το, (L) obsol
- steam-powered boat or ship, steamer (syn ατμόπλοιο, βαπόρι):
- προτού να ρίξει την άγκυρα το ~, ξεκινούνε για να το συναπαντήσουν (Palam)
[fr kath (neol) ατμοκίνητον (sc σκάφος), substantiv. n of ατμοκίνητος]
- steam-powered boat or ship, steamer (syn ατμόπλοιο, βαπόρι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμοκίνητος -η -ο [atmokínitos] Ε5 : (για μηχανή, όχημα κτλ.) που κινείται με ατμό ή με ατμομηχανή: Aτμοκίνητο όχημα / σκάφος, ατμήλατο. Aτμοκίνητες μηχανές. Aτμοκίνητοι αργαλειοί.
[λόγ. ατμο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. steam-driven]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμοκίνητος, -η, -ο [atmocínitos] (L)
- steam-powered, steam-driven (syn in ατμήλατος):
- ατμοκίνητος σιδηρόδρομος |
- ατμοκίνητη ναυτιλία, φρεγάτα (φρεγάδα) |
- ατμοκίνητο πηδάλιο, πλοίο |
- ατμοκίνητη μηχανότρατα steam trawler |
- οι Τάιμς του Λονδίνου .. γιόρτασαν την εικοστή .. επέτειο της εκτυπώσεώς τους σε ατμοκίνητα πιεστήρια (Athanasidadis-N) |
- την ευρύχωρη λεωφόρο διέσχιζαν .. τα μόνιππα .. και ο ~ τροχιόδρομος (Skouzes) |
- ο Ήρων ο Αλεξανδρινός .. μας περιγράφει διάφορες ατμοκίνητες μηχανές (Evelpidis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοκίνητος, cpd w. κινητός]
- steam-powered, steam-driven (syn in ατμήλατος):



