Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμοηλεκτρικός -ή -ό [atmoilektrikós] Ε1 : που παράγει ηλεκτρική ενέργεια με τη δύναμη του ατμού: ~ σταθμός.
[λόγ. ατμο- + ηλεκτρικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμοηλεκτρικός, -ή, -ό [atmoilektrikós] (L)
- producing electricity w. steam-powered generators:
- ~ σταθμός Λαυρίου |
- ατμοηλεκτρικό εργοστάσιο
[fr kath (neol) ατμοηλεκτρικός, cpd w. ηλεκτρικός]
- producing electricity w. steam-powered generators:



