Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατημέλητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατημέλητα [atimélita] adv
  • carelessly, untidily, shabbily (syn ασυγύριστα 2, αφρόντιστα):
    • ήταν ~ |
    • όσο κομψές, φροντισμένες .. είναι οι νέες Αμερικανίδες, .. τόσο άγουστες και ~ πλούσιες .. δείχνουνται οι προχωρημένες στα χρόνια (Karantonis)

[der of ατημέλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες