Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατημέλητα [atimélita] adv
- carelessly, untidily, shabbily (syn ασυγύριστα 2, αφρόντιστα):
- ήταν ~ |
- όσο κομψές, φροντισμένες .. είναι οι νέες Αμερικανίδες, .. τόσο άγουστες και ~ πλούσιες .. δείχνουνται οι προχωρημένες στα χρόνια (Karantonis)
[der of ατημέλητος]
- carelessly, untidily, shabbily (syn ασυγύριστα 2, αφρόντιστα):



