Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατελεύτητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ατελεύτητα [ateléftita] adv (L)
  • ① endlessly, interminably, forever (syn in ατέλειωτα 1):
    • το πεπερασμένο και το άπειρο παλεύουν ~ |
    • ξεχωρίζεις .. τις λεπτές ευθείες, που γράφει η βροχή μέσ' το κενό ~ (Petsalis) |
    • οι νεκροί ~ δεν επιθυμούν παρά να επανέλθουν (Thrylos) |
    • δεν μπορεί να πορεύεται ~ με τον μηδενισμό ως την κύρια πηγή των ανώτερων πνευματικών εκδηλώσεών του (Theotokas) |
    • poem οι νόμοι, όχι των άσοφων δασκάλων οι κανόνες, | τη γλώσσα που ~
  • ② immensely, extremely, greatly (syn in άπειρα 2):
    • στην ακρογιαλιά .. ανεμιζόταν .. μια μορφή μακρινή, ~

[der of ατελεύτητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go