Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελές [atelés] το, (L)
- sth imperfect (syn άτελο, near-syn ασυμπλήρωτο, ant τέλειο):
- η διαφορά μεταξύ του τέλειου και του ατελούς είναι ελάχιστη (Tsatsos) |
- το μορφολογικά ~ δεν αποκρούεται (Spandonidis)
[fr kath το ατελές ← MG το ατελές ← PatrG τe ἀτελές, substantiv. n of ἀτελής]
- sth imperfect (syn άτελο, near-syn ασυμπλήρωτο, ant τέλειο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατέλεστος, -η, -ο [atélestos] (L)
- unperformed, unexecuted, unaccomplished (syn ανεκτέλεστος 1, απραγματοποίητος 1):
- το βαρυκάματο έργο είναι ακόμα ατέλεστο, να ενώσει η κλασική φιλολογία τη ζωή μας με τα κλασικά κείμενα (Theodorakop) |
- poem .. αδιάκοπα θυμό κρατάει των Tρώων | γι' ατέλεστες θυσίες κλ (Homer Il 5.178 Kaz-Kakr)
[fr kath ατέλεστος ← PatrG, K (also pap), AG ἀτέλεστος]
- unperformed, unexecuted, unaccomplished (syn ανεκτέλεστος 1, απραγματοποίητος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελεσφόρητο [atelesfόrito] το, (L)
- ineffectiveness, inefficacy (ant αποτελεσματικότητα, τελεσφόρηση)
[fr kath το ατελεσφόρητον, substantiv. n of ατελεσφόρητος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατελεσφόρητος -η -ο [atelesfóritos] Ε5 : ατελέσφορος, άκαρπος.
[λόγ. < ελνστ. ἀτελεσφόρητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελεσφόρητος, -η, -ο [atelesfόritos] (L)
- producing no results, fruitless, ineffectual, ineffective (syn in άκαρπος 3):
- ατελεσφόρητη δίαιτα, ενέργεια, μάχη, προσπάθεια, φιλοδοξία |
- ατελεσφόρητο αίσθημα, μήνυμα, σύστημα |
- κάθε αντίδρασή τους είναι προορισμένη ν' απομείνει ατελεσφόρητη (Panagiotop) |
- ο λογιωτατισμός .. έκανε ατελεσφόρητη κάθε τοπικιστική πρωτοβουλία (Valetas)
[fr kath ατελεσφόρητος ← PatrG, LK (Diosc. +) ἀτελεσφόρητος, cpd w. *τελεσφορητός (: τελεσφορῶ)]
- producing no results, fruitless, ineffectual, ineffective (syn in άκαρπος 3):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατελέσφορος -η -ο [atelésforos] Ε5 : που δεν έφτασε στο αποτέλεσμα, στο σκοπό για τον οποίο έγινε· άκαρπος: Aτελέσφορες προσπάθειες. Aτελέσφορα οικονομικά μέτρα.
[λόγ. < ελνστ. ἀτελεσφόρος με τον. κατά τα άλλα επίθ. με πρόθημα α- 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατελέσφορος, -η, -ο [atelésforos] (L) = ατελεσφόρητος
- :
- ατελέσφορη απόπειρα, άσκηση, έκφραση, προσπάθεια |
- ατελέσφορες συνομιλίες |
- χρησιμοποιούνται μέσα ατελέσφορα και επικίνδυνα |
- ο σίδηρος είναι ~ στις ήπιες αναιμίες |
- τα μέτρα συγκρατήσεως του πληθωρισμού αποδεικνύονται όψιμα και ατελέσφορα |
- η Bυζαντινή Aυτοκρατορία .. πέρασε μια μακρά κρίσιμη και ατελέσφορη περίοδο (Tatakis) |
- δοκίμασε .. την πικρία του στοχαστή, που ο λόγος του μένει ~ (Prevelakis)
[fr kath ατελέσφορος ← PatrG ἀτελεσφόρος (Eusebius, +339), cpd w. τελεσφόρος]



