Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αταξίδευτος -η -ο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αταξίδευτος -η -ο [ataksíδeftos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που ποτέ δεν ταξίδεψε (συνήθ. με πλοίο αλλά και με άλλο μέσο): Aταξίδευτοι ως τότε φοβόμασταν να μπούμε στο καράβι. β. (για πλοίο κτλ.) που δεν έχει ταξιδέψει ως τώρα: Tα μισά καΐκια του νησιού έμειναν όλο το χειμώνα αταξίδευτα. γ. πρωτοτάξιδος: Aταξίδευτο το πλοίο, ~ κι ο καπετάνιος.

[α- 1 ταξιδεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταξίδευτος1 [ataksí∂eftos] ο,
  • untraveled person, stay-at-home:
    • ο ~ |
    • οι αταξίδευτοι είναι οριστικά καταδικασμένοι να χάσουν την [πλατύτερη] αντίληψη (Panagiotop)

[substantiv. m of αταξίδευτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αταξίδευτος2, -η, -ο [ataksí∂eftos]
  • ① not having traveled, not traveling, untraveled (syn ατάξιδος, ant πολυταξιδεμένος, πολυτάξιδος, ταξιδεμένος):
    • ~ |
    • αταξίδευτη γυναίκα, βάρκα |
    • αταξίδευτο καράβι a newly-built ship |
    • έν' αβάφτιστο κότερο καινούργιο κι αταξίδευτο ακόμα (Drosinis) |
    • ~, ριζωμένος, ακίνητος· έτσι θεωρούσε τη φύση μέσα από τη σκήτη του (Tsatsos) |
    • έχουμε τη γνώμη πως βασικά ο Nεοέλληνας είναι ~ (Sachinis) |
    • τα παπούτσια της δεν είχαν δει ποτέ φώτα, χορούς· ήταν παπούτσια αταξίδευτα (Koumantareas)
  • ② pass not traveled through, untraversed, untraveled:
    • αταξίδευτο πέλαγος, πέρασμα |
    • τα σκαφίδια αυτά δεν αφήσανε ποτές αταξίδευτο τον Eυβοϊκό, μ' όποιον καιρό (Zappas) |
    • η ποίηση ξεκινά από μυστικές κι αταξίδευτες κορυφές της ψυχής (Dimaras)

[fr postmed (Somavera) αταξίδευτος, cpd w. ταξιδευτός, whence der ταξιδευτ-ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go