Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατίμητος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ατίμητος, επίθ.
  • Aνεκτίμητος, πολύτιμος:
    • αλοιφές ατίμητες (Θησ. Θ´ [236]).

[αρχ. επίθ. ατίμητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατίμητος -η -ο [atímitos] Ε5 : που η αξία του (πραγματική ή ηθική) είναι ανυπολόγιστα μεγάλη· πολύτιμος, ανεκτίμητος: Aτίμητο διαμάντι. Tο ατίμητο αγαθό της ελευθερίας.

[ελνστ. ἀτίμητος, αρχ. σημ.: `ατιμασμένος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατίμητος, -η, -ο [atímitos]
  • ① not paid tribute to, unhonored, unpraised (ant τιμημένος):
    • ~ |
    • δεν άφησε .. ατίμητες τις Μούσες· προικισμένη μ' ευαισθησία και ποιητική διάθεση έγραψε λυρικούς στίχους (Valetas)
  • ② inestimable, invaluable, priceless, precious (syn ανεκτίμητος 2, πολύτιμος):
    • ~ |
    • ατίμητη αξία, ζωγραφιά, ομορφιά, χάρη |
    • ατίμητο διαμάντι, δώρο, έπαθλο, χρυσάφι |
    • ατίμητα κέρδη, λουλούδια, στολίδια |
    • ο θάνατος του Μαβίλη έβαλε μιαν ατίμητη σελίδα στην ιστορία της νέας μας λογοτεχνίας (Palam) |
    • το φως .. σταλάζει σα μια χινοπωριάτικη ατίμητη γλύκα στα πράματα (IDragoumis) |
    • οι στιγμές αυτές αξίζουν μιαν ατίμητη αιωνιότητα (NMatsas) |
    • poem και τώρα ετούτος δόξα ατίμητη στον Έχτορα χαρίζει (Homer Il 15.644 Kaz-Kakr) |
    • τα γράμματά σου τα 'χω, αγάπη πρώτη, | σε ατίμητο κουτί, μέσ' την καρδιά μου (Karyotakis) |
    • .. παρακάλεσε να στάξει στην καρδιά σου | το μπάλσαμο το ατίμητο της άμετρης συγγνώμης (Tsatsos)

[fr postmed, MG ατίμητος ← PatrG, K (also pap), AG ἀτίμητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go