Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ατέρμονα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονα [atérmona] adv (L)
  • endlessly, interminably, perpetually (syn in ατέλειωτα 1):
    • κληρονομημένες ζωικές δυνάμεις .. ρέουνε ~ |
    • να μην εκτείνουμε ~ την πραγματεία του θέματος αυτού (Andronikos)

[der of ατέρμονος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατέρμονας [atérmonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : 1.που το μάκρος του ξεπερνά κάθε όριο, που δεν έχει τέλος, τέρμα, που δεν καταλήγει πουθενά· ατελείωτος2: Aτέρμονες διαπραγματεύσεις. || ~ απλωνόταν ο ωκεανός, απέραντος. 2. (τεχν.) που δεν έχει αρχή και τέλος: ~ ιμάντας, κυκλικός και με συνδεδεμένα τα δύο του άκρα. Aτέρμονο πριόνι, πριονοκορδέλα. ~ κοχλίας, χωρίς κεφαλή και οξύ άκρο. || (ως ουσ.) ο ατέρμονας, ο ατέρμονας κοχλίας.

[λόγ. < αρχ. ἀτέρμων, αιτ. -ονα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατέρμονας [atérmonas] ο, (L) mechanics
  • worm (screw), worm gear (syn phr L ατέρμων κοχλίας):
    • τα οδοντώματα του ατέρμονα και του τομέα είναι φθαρμένα (Vardakos)

[substantiv. m fr kath phr ατέρμων κοχλίας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go