Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύνειδα [asíni∂a] adv (L)
- unconsciously, unwittingly, unknowingly, unintentionally (syn ανεπίγνωστα, ασυναίσθητα, ασυνείδητα 1):
- ενεργεί, εργάζεται ~ |
- πετάχτηκε ~ |
- ασύνειδά του την πρόσβαλε he insulted her without realizing it |
- ασύνειδά της η Aγνή έτυχε να πει τα λόγια που .. τα πρόσμενε, τα είχε ανάγκη του Aντρέα η καρδιά (Psichari) |
- ~ |
- η ομορφιά της γυναίκας κινεί μέσα μας, ~ έστω, την αισθησιακή δίψα (Terzakis) |
- έφερα ~ το χέρι μου στο σαγόνι (RApostolidis)
[der of ασύνειδος]
- unconsciously, unwittingly, unknowingly, unintentionally (syn ανεπίγνωστα, ασυναίσθητα, ασυνείδητα 1):



