Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασύλληπτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασύλληπτα [asílipta] adv (L)
  • inconceivably, unimaginably (near-syn αφάνταστα):
    • ~ |
    • ~ ταχύς ρυθμός |
    • η τέτοια σύλληψη του φυσικού κόσμου .. οδηγεί σε κάτι το ~ φοβερό (Kanellop) |
    • μια ~ ωραία ξανθή γυναίκα με το σκυλί της περιμένουνε (Venezis) |
    • ελπίζανε σε κάτι ~ φανταχτερό (id.) |
    • ο τρίτος .. γάμος για τη βυζαντινή κοινωνία ήταν κάτι ~ αμαρτωλό (Romas)

[der of ασύλληπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go