Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασύδοτος -η -ο [asíδotos] Ε5 : που δεν υπόκειται σε κανένα νομικό ή ηθικό περιορισμό, που δε γνωρίζει κανένα φραγμό, που είναι αδίστακτος και ανεξέλεγκτος: ~ άνθρωπος. Aσύδοτη πράξη. Σε μια κοινωνική δημοκρατία το κεφάλαιο δεν είναι ασύδοτο.
ασύδοτα ΕΠIΡΡ. [μσν.(;) *ασύνδοτος `απαλλαγμένος από φόρο΄ (με αφομ. [nδ > δδ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [δδ > δ] ) < α- 1 ελνστ. συνδίδωμι `συνεισφέρω΄, αρχ. σημ.: `συνεργάζομαι΄ (σύγκρ. δίδω - δοτός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύδοτος1 [así∂otos] ο,
- unrestrained, licentious, or immoderate person:
- οι ασύδοτοι .. είναι ο σάπιος καρπός των μεγάλων πολιτειών (Panagiotop) |
- είναι ανέξοδες ενέργειες ενός έκπτωτου, ενός ανέστιου, .. ενός ασύδοτου (Prevelakis)
[substantiv. m of ασύδοτος2]
- unrestrained, licentious, or immoderate person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασύδοτος2, -η, -ο [así∂otos]
- ① tax exempt (syn ατελής 2, αφορολόγητος):
- ασύδοτο μοναστήρι |
- διακόσιοι καλόγεροι .. με ολίγα δοσίματα ή και ασύδοτοι με την ολότη δεν ημπορούν [να θρέφουν του λόγου τους] (Demetrieis) |
- οι Tούρκοι άφησαν τη Δημητσάνα ήσυχη και σχεδόν ασύδοτη (Melas, adapted) |
- οι άλλοι πλούσιοι είναι ασύδοτοι, ενώ ο κοσμάκης .. φέρει τα μεγαλύτερα βάρη του κρατικού προϋπολογισμού (Angelop)
- ⓐ free fr obligations, without responsibility:
- παντού θέλει να είναι ~
- ② unrestricted, unrestrained, free (near-syn απεριόριστος 2, ελεύθερος):
- η επιδημία θα σκότωνε και τον Eυρωπαίο, αν αφηνόταν ασύδοτη (Panagiotop) |
- έγινε αισθητή η ανάγκη να μπει κάποιος φραγμός στην ασύδοτη εφαρμογή του άρθρου 31 (Christidis EΣ) |
- η ιταλική αεροπορία ασύδοτη πια, ασυγκράτητη, βομβάρδιζε τα Γιάννινα (Terzakis) |
- στην επαρχία τα παιδιά της σχολικής ηλικίας ζουν σαν φυλακισμένα .., ενώ στις μεγάλες πόλεις είναι εκ των πραγμάτων ασύδοτα (PSolomos)
- ⓑ excessively free, unrestrained, licentious, unbridled, immoderate (syn αποχαλινωμένος, αχαλίνωτος):
- ~ |
- ~ εγωισμός, υποκειμενισμός |
- ασύδοτη ζωή, καλοπέραση, υπερκατανάλωση, φιλοδοξία, χλιδή |
- ασύδοτο ντύσιμο |
- ασύδοτο ένστικτο, πνεύμα, συναίσθημα |
- ηθικά ~ |
- για δυο μέρες κυριάρχησαν στο δρόμο, ασύδοτοι και τρελοί από δημοκρατικό ενθουσιασμό (Ouranis) |
- η στάση μας έχει κάνει τους κακοποιούς ασύδοτους (Papanoutsos) |
- δίχως τέτοιους αγώνες .. ο άνθρωπος θα ήτανε .. έκθετος .. στην πιο ασύδοτη ελαφροσυνειδησία (Terzakis) |
- η ασύδοτη ψυχαγωγία των ερασιτεχνών δεν αρμόζει να ανταγωνίζεται τον νυχτοήμερο μόχθο .. των επαγγελματιών (Zappas)
[neol (Koumanoudis) ← *ασύνδοτος, cpd w. *συνδοτός; cf συνδοτήρ PatrG (Didymus, +398)]
- ① tax exempt (syn ατελής 2, αφορολόγητος):



