Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασύγχρονο
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασύγχρονο [asíŋxrono] το, (L)
  • ① sth outdated or old-fashioned (ant σύγχρονο):
    • μια νοσταλγία γενικά για το παλιό και το ~ |
    • στον Oυράνη βλέπουμε τη ρομαντική Iσπανία του ασύγχρονου και του ασυνήθιστου (id.)
  • ② state or quality of being outdated or old-fashioned, non contemporariness, old-fashionedness (ant σύγχρονο):
    • το σύγχρονο και το ~

[substantiv. n of ασύγχρονος2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασύγχρονος -η -ο [asíŋxronos] Ε5 : (τεχν.) ~ κινητήρας, ηλεκτρικός κινητήρας εναλλασσόμενου ρεύματος.

[λόγ. < γαλλ. asynchrone < a- = α- 1 + synchrone = σύγχρονος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύγχρονος1 [asíŋxronos] ο, (L)
  • s.o. out of touch w. his times, old-fashioned person (ant σύγχρονος):
    • όσο ένας τόπος είναι .. καθυστερημένος, τόσο και οι ασύγχρονοι κατορθώνουν .. να επιβάλλουν τη θέλησή τους (Panagiotop)

[substantiv. m of ασύγχρονος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασύγχρονος2, -η, -ο [asiŋxronos] (L) (& Kazantz ασύχρονος)
:
  • ασύγχρονα γεγονότα
  • ⓐ not operating at the same speed or frequency, asynchronous:
    • ~
  • ① old-fashioned, outdated, outmoded (near-syn απαρχαιωμένος, καθηστερημένος, οπισθοδρομικός, ant συγχρονισμένος, σύγχρονος):
    • ασύγχρονη ιδεολογία |
    • ασύγχρονο θέατρο |
    • περιττές και ασύγχρονες γνώσεις |
    • το πνέμα της επανάστασης σάρωσε όλα τούτα τ' ασύγχρονα .. ξεστρατίσματα της πιο στέρεης τέχνης (Kazantz) |
    • η ψυχή της Pώμης έχει μείνει ασύγχρονη (Athanasiadis-N) |
    • ο κλασικός φιλόλογος έχει τη βαριά ευθύνη να κρατηθεί ~ |
    • η επάνοδος ενός εστεμμένου στο θρόνο του αποτελεί ενέργεια σχεδόν ασύγχρονη (Fteris)

[fr kath (neol) ασύγχρονος, cpd w. σύγχρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go