Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχολούμενος1 [asxolúmenos] ο, (L)
- ① emloyed person, worker (syn απασχολούμενος1, ο εργαζόμενος):
- πληθώρα ασχολουμένων και υποαπασχολουμένων καθ' όλο το στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας (Angelop, adapted)
- ② person concerned or occupied w. sth:
- οι με τα κοινά ασχολούμενοι θέλουν να γίνεται θόρυβος γύρω από το όνομά τους
[fr kath ο ασχολούμενος, substantiv. m of ασχολούμενος2]
- ① emloyed person, worker (syn απασχολούμενος1, ο εργαζόμενος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασχολούμενος2, -η, -ο [asxolúmenos] (L)
- concerned or occupied w., engaged in (syn απασχολούμενος2 2):
- η κυρία B., ασχολούμενη με τα κοινωνικά ζητήματα στη Σουηδία, παρεκλήθη .. να διευθύνει το ίδρυμα (Papantoniou) |
- μένει .. στην Aθήνα, ~
[fr kath ασχολούμενος, prp of ασχολούμαι]
- concerned or occupied w., engaged in (syn απασχολούμενος2 2):



