Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασχημόπαπο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημόπαπο το [asximópapo] & ασκημόπαπο το [asimópapo] Ο41 : συνήθ. ως χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρής γυναίκας άσχημης, αλλά συμπαθητικής και χαριτωμένης.

[ασχημο-, ασκημο- + παπ(ί) -ο]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημόπαπο [as] το, (& ασκημόπαπο)
  • ugly duckling:
    • είναι μια νύχτα ανασυρμένη .. από τα παραμύθια του Άντερσεν, από το παιδί με τα φώσφορα, από το ασκημόπαπο (Panagiotop)

[cpd w. παπί]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go