Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασχημομούρης
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασχημομούρης -α -ικο [asximomúris] & ασκημομούρης -α -ικο [asimo múris] Ε9 : που είναι πολύ άσχημος στο πρόσωπο: Είναι φοβερά ~. Mια γριά ασχημομούρα. || (ως ουσ.): Ήρθε και μου μίλησε ένας ~.

[ασχημο-, ασκημο- + μούρ(η) -ης]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημομούρης1 [as] ο, (& ασκημομούρης)
  • ugly-faced man (syn in ασχημάνθρωπος):
    • αυτός ο ασκημομούρης καταχτούσε τις γυναίκες με την ντουζίνα (Tsirkas)

[substantiv. m of ασχημομούρης2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημομούρης2, -α [as] (& ασκημομούρης)
  • ugly-faced, ugly (syn ασχημομούρικος, ασχημομούτρης2, ασχημομούτσουνος, ασχημοπρόσωπος, άσχημος2):
    • ~ |
    • ασχημομούρα γριά, κοπέλα |
    • ένα σωρό ψαράκια .. σιγόπλεγαν στ' ακρογιάλια, ένα κοπάδι πονηρά κεφαλόπουλα, .. δυο τρεις γωβιοί ασχημομούρηδες (Karagatsis) |
    • μπορεί και να μην τους γέμισε το μάτι ο μικρός, ασκημομούρης θεός (Panagiotop) |
    • πήγες κι έμοιασες της γιαγιάς σου της ασχημομούρας (Tachtsis) |
    • poem σου άξιζε τέτοιο ένα σφαχτό | κοτσονάτο | εσένα, Πρίαπε, ασκημομούρη (Varnalis)

[cpd w. μούρη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go