Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασχημάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ασχημάδα η· ασκημάδα.
  • Aσχήμια, ατέλεια (του προσώπου):
    • είναι πολλά εγνοιασμένες (ενν. οι γυναίκες) να ’χουσι τσ’ ασκημάδες τως πάσ’ ώρα σκεπασμένες (Πανώρ. A´ 418).

[<επίθ. άσχημος + κατάλ. άδα. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασχημάδα [as] η, (& ασκημάδα)
  • ① quality or state of being ugly, ugliness (syn in ασχήμια 1):
    • o χειμώνας είναι αγαθότερος από την άνοιξη, και με όλη την ~ |
    • poem ξάφνου με σκιαχτερή ξένη ασκημάδα | τρεις άχαρες θωρώ σ' ένα λογγάρι (Mavilis)
  • ② unsightly thing or act, ugliness (syn ασχήμια 1b):
    • poem .. έχουν συνήθεια | οι μεγάλοι ποιητάδες | να γυρεύουν την αλήθεια· | δηλαδή τες ασχημάδες | και τα αισχρά της φύσης όλα (Markoras)

[fr postmed ασχημάδα (bes ασκημάδα), der of άσχημος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες