Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασφοδίλι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφοδίλι το [asfoδíli] Ο44 : (λογοτ.) ασφόδελος. || Λιβάδι με ασφοδίλια, ο Άδης.

[*ασφοδίλιον υποκορ. του *ασφόδ(ε)ιλος ίσως παράλλ. τ. του αρχ. ἀσφόδελος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφοδίλι s. ασφοδέλι.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go