Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτόδρομος [asfaltό∂romos] ο, (L)
- asphalt road (syn άσφαλτος1 2b, syn phr ασφάλτινος δρόμος):
- θα περάσομε διαδρομή δεκαέξι χιλιομέτρων ασφαλτόδρομου (Vasileiou) |
- οι ασφαλτόδρομοι και τα τσιμεντένια κτίρια εκτοπίζουν τα δάση και τα λιβάδια (Valaoras)
[cpd of άσφαλτος1 & δρόμος; cf τσιμεντόδρομος, χωματόδρομος]
- asphalt road (syn άσφαλτος1 2b, syn phr ασφάλτινος δρόμος):



