Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασφαλτοτάπητας
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασφαλτοτάπητας [asfaltotápitas] ο, (& ασφαλτοτάπης) (gen ασφαλτοτάπητος) (L)
  • asphalt macadam, asphalt, tarmac (syn in άσφαλτος1 2α):
    • καταστράφηκαν τμήματα ασφαλτοτάπητος των επαρχιακών οδών |
    • στους περισσότερους δρόμους της πολιτείας ο ~ .. ήταν ακόμα άγνωστος (Zappas)

[fr kath (neol) ασφαλτοτάπης, cpd w. τάπης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go