Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλισμένα [asfalizména] adv
- w. certainty or assurance, securely, assuredly, surely (syn σίγουρα):
- ο άνθρωπος της επιστήμης ~ |
- με το κίνημά μου τούτο θα μπορούσεν ένας κριτικός .. να εξηγήσει την όποιαν ομορφιά .. της όποιας τέχνης μου πολύ .. πιο ~ (id.)
[der of ασφαλισμένος2]
- w. certainty or assurance, securely, assuredly, surely (syn σίγουρα):



