Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασφάλισμα το· σφάλισμα(ν).
-
- 1) Kλείσιμο:
- (Θρ. Kύπρ. 312).
- 2) Kλειδαριά:
- (Kαλλίμ. 301).
[<αόρ. του (α)σφαλίζω + κατάλ. ‑μα. Άσχ. το μτγν. ουσ. ασφάλισμα. O τ. (‑α) στο Βλάχ. (λ. σφάλιξις) και σήμ.]
- 1) Kλείσιμο:



