Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασφάκα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασφάκα η [asfáka] Ο25 : είδος θαμνώδους φυτού: Άνθη / φύλλα από ~.

[ελνστ. ὁ σφάκ(ος) μεταπλ. σε θηλ. και ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-sf > miasf > mi-asf] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασφάκα s. σφάκα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go