Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασυντόνιστα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ασυντόνιστα [asindόnista] adv (L)
  • without coordination, uncoordinatedly (near-syn ασυγχρόνιστα, ant συντονισμένα):
    • τα φορολογικά κίνητρα και οι απαλλαγές γίνονται χωρίς πρόγραμμα, ~ |
    • αυτή η φιλογαλλική κι επαναστατική κίνηση ~ κατά καιρούς και κατά τόπους εκδηλώνεται (Vranousis, adapted)

[der of ασυντόνιστος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go