Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ασυμβούλευτος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που δε δέχεται συμβουλές:
- (Iστ. Bλαχ. 1473)·
- β) (προκ. για πράξη) ασύνετος, απερίσκεπτος:
- (Σπαν. B 328).
- α) Που δε δέχεται συμβουλές:
- 2) Που δεν έχει κάπ. να τον συμβουλεύσει:
- (Xρον. Mορ. H 7452).
[<στερ. α‑ + συμβουλεύω. H λ. τον 4. αι.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυμβούλευτος, -η, -ο [asimvúleftos] (L)
- ① having received no advice, uncounselled:
- μην κάνεις τίποτε ~
- ② done without advice, unadvised:
- ασυμβούλευτη ενέργεια
[fr kath ασυμβούλευτος ← postmed, MG ← PatrG ἀσυμβούλευτος]
- ① having received no advice, uncounselled:



