Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασυζητητί [asizitití] επίρρ. : (λόγ.) για κτ. τόσο προφανές, ώστε να γίνεται δεκτό χωρίς συζήτηση, χωρίς αντίρρηση, δισταγμό ή αμφιβολία: Δέχτηκε την πρότασή μου ~. Είναι ~ ο καλύτερος ηθοποιός του θεάτρου μας.
[λόγ. ασυζήτητ(ος) -ί 3 μτφρδ. γαλλ. indiscu tablement]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασυζητητί [asizitití] adv (L)
- ① = ασυζήτητα 1:
- o νόμος ψηφίστηκε σχεδόν ~ |
- υπόγραψα ~ το συμβόλαιο, που είχε συντάξει ο Δ. (Xenop) |
- προτιμούν να καταργήσουν ~ και ανεξέταστα συλλήβδην ολόκληρο το έργο (Papatsonis) |
- απορρίπτουν ~ και του στραβού το δίκιο (Psathas) |
- του χτύπησε .. στο μάτι η συγκεκριμένη θήκη και την πήρε ~ (Samarakis)
- ② = ασυζήτητα 2:
- το θέαμα που προσφέρεις είναι ~
[fr kath (neol: Koumanoudis) ασυζητητί, der of ασυζήτητος; cf ακροποδητί, ατιμωρητί etc]
- ① = ασυζήτητα 1:



