Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ασυγχύτως
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ασυγχύτως, επίρρ.
  • (Θεολ., προκ. για τις φύσεις του Xριστού) χωρίς σύγχυση, με αυτοτέλεια, ξεχωριστά:
    • (Ψευδο-Σφρ. 58212).

[μτγν. επίρρ. ασυγχύτως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go