Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστόχαστα [astόxasta] adv
- ① without thinking, unthinkingly:
- κάθε φορά που θά 'ρθει από ψηλά το βόλι, όλα τα μάτια σηκώνονται .. κι ~οι γριές σταυροκοπιούνται (Petsalis) |
- poem .. το αγόρι του Aμφιδάμα | ~
- ② thoughtlessly, heedlessly, imprudently (syn απερίσκεπτα):
- ~φανατισμένος |
- φέρεται, φλυαρεί ~ |
- σπαταλά ~ τα λεφτά του |
- ρίχνεται ~ στις περιπέτειες (Papanoutsos) |
- αυτό το αντίκρυσμα .. του θείου κάλλους από τον άνθρωπο δεν πρέπει .. να γίνεται παράκαιρα, ~, βεβιασμένα (Papatsonis) |
- αυτή ακριβώς η μερίδα παρασύρει ~ τους εθνικόφρονες αστούς σε μια δεύτερη προδοσία (Christidis EΣ) |
- τ' ανθρώπινα κρανία .. βρισκόνταν σκόρπια σε κείνο το εφιαλτικό νησί, που ~το είχαν ειπωμένα Aσπρονήσι (Zappas) |
- poem κι όσο μαυρίζει τα φτερά | και το κορμί πληγώνει, | τόσο αυτή ~| εις τη φωτιά σιμώνει (Xanthop)
[fr postmed (Somavera) αστόχαστα ← (Ger. Vlachos, 1659), der of αστόχαστος2]
- ① without thinking, unthinkingly: