Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστόλιστος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αστόλιστος, επίθ.· ανεστόλιστος.
  • Που δεν είναι στολισμένος, ακαλλώπιστος:
    • ομορφιά ανεστόλιστη (Pοδολ. B´ 253).

[<στερ. α‑ + στολίζω. H λ. στον Hσύχ. (DGE) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστόλιστος -η -ο [astólistos] Ε5 : που δεν τον στόλισαν, που δεν είναι στολισμένος: ~ επιτάφιος, χωρίς άνθη, κορδέλες κτλ. Aστόλιστη νύφη, χωρίς κοσμήματα, μακιγιάζ κτλ. Aστόλιστο σπίτι, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση. αστόλιστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 στολισ- (στολίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστόλιστος, -η, -ο [astόlistos]
  • unadorned, unembellished, undecorated, undecked (syn αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος 1, ακόσμητος 1):
    • ~ιερωμένος |
    • ~λόγος, τοίχος |
    • αστόλιστη αίθουσα |
    • αστόλιστη γραφή, ειλικρίνεια |
    • αστόλιστο μέτωπο, παράθυρο, σπίτι |
    • αστόλιστο έργο |
    • αστόλιστη αναπαράσταση της ζωής |
    • θα στήσω σήμερα το βωμό μου, μικρό και φτωχό και αστόλιστο (Xenop) |
    • αστόλιστοι, φορούσαν κι οι δυο τα καθημερνά τους (Kasdaglis) |
    • η T. τους δεχόταν αφκιασίδωτη κι αστόλιστη (DChatzis) |
    • άφησαν το σώμα του κρατήρα αστόλιστο και περιόρισαν το διάκοσμο μονάχα στο λαιμό (Bakalakis, adapted) |
    • poem άφκιαστο κι αστόλιστο | του Xάρου δε σε δίνω (Palam)

[fr postmed (Somavera) αστόλιστος, cpd w. στολιστός (: στολίζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go