Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυνόμευση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστυνόμευση η [astinómefsi] Ο33 : σύνολο ενεργειών που γίνονται από την αστυνομία και αποβλέπουν στη στενή παρακολούθηση ορισμένων χώρων, ύποπτων ή επικίνδυνων, με σκοπό την τήρηση της τάξεως και γενικά την εφαρμογή των διατάξεων της πολιτείας: ~ των χαρτοπαικτικών λεσχών / του συνδικαλιστικού κινήματος. || (επέκτ.) κάθε είδους επιτήρηση που γίνεται με ανάλογες μεθόδους.

[λόγ. αστυνομεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστυνόμευση [astinόmefsi] η, gen αστυνόμευσης & αστυνομεύσεως, (L)
  • police (etc) surveillance or control, policing:
    • αυστηρή ~ |
    • ~ του λαού, της υπαίθρου |
    • ~ του Aιγαίου |
    • ~ του εμπορίου, των τιμών |
    • ~ της σκέψης και ζωής των φοιτητών |
    • οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούσαν ~ των μελών τους |
    • μέτρα αστυνομεύσεως λαμβάνονται στην περιοχή |
    • οι έλεγχοι και η ~ |
    • περιορισμός της πνευματικής αστυνόμευσης από μέρους της εκκλησίας (GIoannou, adapted) |
    • με νόμους και αστυνομεύσεις .. δεν λύονται όλα τα κοινωνικά προβλήματα (Louros)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αστυνόμευσις, der of αστυνομεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες