Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστρολάβος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστρολάβος ο [astrolávos] Ο18 : αστρονομικό όργανο για τον προσδιορισμό της θέσης των άστρων πάνω από τον ορίζοντα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστρολάβος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστρολάβος [astrolávos] ο, (L) astr & naut
  • astrolabe:
    • πολύτιμες συμπληρώσεις για τη χρήση του αστρολάβου έρχεται να εισαγάγει πολύ αργότερα ο Γρηγοράς (14. αιώνας) (Tatakis)

[fr kath αστρολάβος ← K (Ptolemy)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go