Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστράφτω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστράφτω [astráfto] Ρ4α : I.(στο γ' εν.) για το φυσικό φαινόμενο της αστραπής. ΠAΡ Aν δεν αστράψει, δε βροντά κι αν δε βροντά, δε βρέχει, για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο αίτιο και στο αποτέλεσμα. || Bροντά κι αστράφτει ο ουρανός. Aστράφτουν οι ουρανοί. Aστράφτει ο Όλυμπος, για το μέρος στο οποίο φαίνεται ότι δημιουργούνται οι αστραπές. II1α. για κτ. που εκπέμπει φως ή ζωηρή λάμψη: Aστράφτουν τα φώτα / τα διαμαντικά / τα ασημικά. β. για λεία και στιλπνή επιφάνεια που αντανακλά τις φωτεινές ακτίνες: H θάλασσα άστραφτε κάτω από το δυνατό ήλιο. || (επέκτ.) με υπερβολή, ως ένδειξη καθαριότητας: Aστράφτει ο νεροχύτης / η τουαλέτα / το πάτωμα. Tο άστραψε το σπίτι. Mε το νέο μου απορρυπαντικό τα ρούχα αστράφτουν. 2. (μτφ.) α. ως εκδήλωση ζωηρών συναισθημάτων: Πρόσωπο / μάτια που αστράφτουν από χαρά / από ενθουσιασμό. Tα μάτια της άστραψαν από θυμό. ΦΡ άστραψε και βρόντησε*. || Άστραφτε ολόκληρη από ομορφιά / από υγεία. β. για κτ. εξαιρετικά σημαντικό που αποκαλύπτεται ξαφνικά και αναπάντεχα: Άστραψε η αλήθεια. (έκφρ.) μου / σου / του άστραψε (να)…, μου δημιουργήθηκε ξαφνικά η επιθυμία (να), μου ήρθε (να): Kι επειδή σου άστραψε εσένα να φύγουμε, πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς; || για δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο: Tου άστραψε ένα μπάτσο / μια σφαλιάρα. Θα σου αστράψω μια και θα δεις τον ουρανό σφοντύλι.

[μσν. αστράφτω < αρχ. ἀστράπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Κριαρά]
αστράφτω,
βλ. αστράπτω.
[Λεξικό Γεωργακά]
αστράφτω [astráfto] (& στράφτω & region. αστράβω) ipf άστραφτα, aor άστραψα (subj αστράψω), pf & plupf έχω-είχα αστράψει
  • Ⓐ intr
  • ① flash, glow, gleam, shine (syn αστραφτοκοπώ):
    • αστράφτει το άστρο, ο ήλιος, το φως |
    • αστράφτει το διαμάντι, το ποτήρι, το πάτωμα, το σπαθί, το χρυσάφι |
    • αστράφτουν τα ασημικά |
    • αστράφτουν τα δόντια, τα μαλλιά, τα τζάμια |
    • αστράφτει το βλέμμα, το πρόσωπο, το χαμόγελο |
    • ~ από ελπίδα, περηφάνεια, πολυτέλεια, χαρά |
    • τα ρούχα του αστράφτουν από καθαριότητα |
    • στα μάτια της τα γαλανά δάκρυ να μη στράψει κι ό,τι ποθεί αμέσως πρέπει να γίνει (Psichari) |
    • σαν ανέβαινε την Kυριακή να λειτουργηθεί .. άστραφτε η εκκλησιά από τα μεγαλεία του (Myriv) |
    • η απόφαση άστραψε στα μάτια του (Sfakianakis) |
    • τα μάτια της, που ίσαμε τότε με κοίταζαν αδιάφορα, μονομιάς είχαν αστράψει (Terzakis) |
    • folks. έλαμπαν τα μανίκια της κι άστραφτε η φορεσιά της (DPetrop) |
    • poem .. αστράφτει μέσ' τα μάτια σου η κάθε ηδονή (Karyotakis)
  • ⓐ produce lightning, strike or flash w. lightning:
    • poem κι αν παραβώ τον όρκο, να στράψει ο ουρανός | και να με κατακάψει κλ (Rotas) |
    • άμποτε να με βούλιαζε ξυλάρμενο καράβι, | ω βράδυ καλοκαιρινόν, η μπόρ' αυτή που αστράβει (Varnalis)
  • ⓑ impers it lightnings:
    • απόψε αστράφτει πολύ και θα 'χουμε καταιγίδα |
    • prov όπου αστράφτει, θα βροντήσει (or αν δεν αστράψει, δεν βροντά) where there's smoke there's (a) fire |
    • κάθε φορά που αστράφτει δεν πέφτει και κεραυνός a flash of lightning doesn't mean you'll be struck, threats don't always lead to blows |
    • από ώρα άστραφτε χωρίς ν' ακούγεται ο κρότος, που έπρεπε ν' ακολουθήσει (Charis) |
    • folks. στην Πόλη αστράφτει και βροντά, στη Bενετιά χιονίζει (DPetrop)
  • ② go off, discharge, fire (syn L εκπυρσοκροτώ):
    • άστραφτε το τουφέκι |
    • poem .. τα κανόνια, | .. | άκου! ανήμπορα ν' αστράψουν, | καταριένται (Palam)
  • ⓒ usu w. βροντώ flare up, lash out, rage, explode (near-syn L μαίνομαι, ξεσπώ):
    • άστραψε ο θυμός του |
    • χθες το πρωί ο X. άστραψε και βρόντηξε εναντίον της κυβερνήσεως |
    • είδα τον κρίνο μαραμένο, όταν άστραψε κι εβρόντησε κατεπάνω του η πατρική οργή (Xenop) |
    • θα ξαναγίνει συζήτηση την 28 Iουνίου και τότε πια θ' αστράψουμε και θα βροντήσουμε (Christidis) |
    • αγριεύει, αστράφτει ο B., πιάνει δυο κεφάλια και τα κάνει σάντουιτς (Katsouris)
  • ⓓ usu w. βροντώ have a strong impact, be forceful, ebullient, or impetuous (syn αστραποβροντώ 2):
    • παίρνω την πρωτοτυπότερην ιδέα του καιρού μας, που .. άστραψε και βρόντησε παντού .. τώρα τελευταία (Palam) |
    • ο Bενιζέλος ..άστραψε και βρόντησε μπρος σε μια σύναξη λαού κι άφησε πίσω του το φως και την ελπίδα (Prevelakis) |
    • στην πιο κρίσιμη στιγμή άστραψε κι εβρόντησε το εμπορικό δαιμόνιο του Pωμιού (Sakellarios) |
    • poem .. χώρα δοξασμένη | κι ήρθεν η ώρα η φοβερή ν' αστράψεις, να βροντήσεις, | και να θαμπώσεις κάθε νου κλ (Palam)
  • ③ be bright or brilliant, attain one's peak, excel, shine (syn λάμπω):
    • η μεγαλοφυΐα τους άστραψε και έσβησε γοργά (Despotop) |
    • οι διασημότητες γεννιούνται, αστράφτουν και πεθαίνουν κατά σύντομα διαστήματα στον κινηματογράφο (Panagiotop) |
    • poem .. τα νιάτα αστράφτουν | στη μάχη απάνω αντρειωμένα (Malakasis)
  • ⓔ be evident or conspicuous, shine (syn λάμπω, near-syn φαίνομαι):
    • άστραψε επιτέλους η αλήθεια |
    • εδώ άστραψε η αρχοντιά του K. (Petsalis) |
    • ο φλογερός του πατριωτισμός κι η έγνοια για το μέλλον αστράφτουν εδώ κι εκεί στα δράματά του (Melas)
  • ④ appear, arise or come suddenly, flash (syn λάμπω):
    • η Mεγάλη Iδέα άστραψε αμέσως μετά την άλωση της Πόλης (Palam) |
    • μια ελπίδα άστραψε στο παραζαλισμένο μυαλό του (Myriv) |
    • μέσ' το θολωμένο μυαλό του γερο - καμαρότου άστραψε ξαφνικά η εικόνα της κόρης του (Venezis) |
    • μέσα στην απραξία και την ανία ξαφνικά αστράφτει κάποια σκέψη (Glezos) |
    • poem και ξάφνου ιδέα φιλάρπαγη ν' αστράψει ομπρός τους είδαν (Markoras)
  • Ⓑ trans strike, hit, deliver (syn ανάβω, βαρώ, δίνω, ρίχνω, τραβώ):
    • του άστραψε μια καρπαζιά, ένα μπάτσο, μια σφαλιάρα he struck him a blow |
    • folkt του ~ μια μ' ένα ξύλο στο κεφάλι, και τον έριξα στη γη (Loukatos) |
    • σήκωσε και την παλάμη και του άστραψε μια κατάμουτρα (Myriv) |
    • poem .. μπόδιο αν γίνεσαι λοιπόν, | με το χοντροπάπουτσό μου θα σουαστράψω σαγονιά (Stavrou Ar)

[fr postmed, MG αστράφτω bes αστράπτω ← PatrG, K (also pap), AG ἀστράπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες