Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστράβη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστράβη [astrávi] η, (L) shipb
  • V-shaped timber or plate joining ribs of a ship at the stern, breasthook, crutch

[fr kath αστράβη ← Κ, ΑG 'saddle']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες