Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστοχεύω [asto évo] aor αστόχεψα, rare
- be unsuccessful, fail (syn αποτυχαίνω, αστοχώ):
- ο δεσπότης το 'νοιωσε καθαρά πως αστόχεψε ο σηκωμός (Petsalis)
[der of άστοχος; cf αστοχώ]
- be unsuccessful, fail (syn αποτυχαίνω, αστοχώ):



