Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστοχεύω
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αστοχεύω [asto évo] aor αστόχεψα, rare
  • be unsuccessful, fail (syn αποτυχαίνω, αστοχώ):
    • ο δεσπότης το 'νοιωσε καθαρά πως αστόχεψε ο σηκωμός (Petsalis)

[der of άστοχος; cf αστοχώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go