Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστοιχείωτος -η -ο
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστοίχειωτος -η -ο [astíxotos] Ε5 : που δεν είναι στοιχειωμένος, που δεν έχει στοιχειώσει: Aστοίχειωτο κάστρο.

[α- 1 στοιχειώ(νω) -τος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστοιχείωτος -η -ο [astixíotos] Ε5 : (μειωτ.) που αγνοεί και τα βασικότερα στοιχεία από έναν ορισμένο τομέα γνώσεων, τον οποίο κανονικά θα έπρεπε να κατέχει: Aυτόν μην τον ρωτάς· είναι τελείως ~. ~ γιατρός / δικηγόρος. || (ως ουσ.): Ο κάθε ~ έρχεται και μας λέει τι πρέπει να κάνουμε.

[λόγ. < ελνστ. ἀστοιχείωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστοίχειωτος, -η, -ο [astí jotos]
  • unhaunted (ant στοιχειωμένος):
    • αστοίχειωτο γεφύρι, πηγάδι, σπίτι

[cpd w. *στοιχειωτός (: στοιχειώνω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστοιχείωτος1 [asti íotos] ο, (L)
  • person ignorant of the rudiments or essentials (near-syn αμαθής1, αμόρφωτος1, ανήξερος1, ανίδεος1):
    • αυτή η "απόλυτη ομορφιά" είναι, το καταλαβαίνουν κι οι αστοιχείωτοι, μεταφυσική καθαρή (Chourmouzios) |
    • τολμούν οι αστοιχείωτοι να μιλούν 'περί των μεγίστων και καλλίστων κλ' (Dizikirikis)

[fr kath ο αστοιχείωτος, substantiv. m of αστοιχείωτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστοιχείωτος2, -η, -ο [asti íotos] (L)
  • ignorant of the rudiments or essentials, uneducated, uninformed (near-syn ακατάρτιστος 2, αμαθής2 2, αμόρφωτος2 2, ανήξερος2 1, ανίδεος2 1):
    • ~αναγνώστης |
    • ~ στα μαθηματικά, στα νομικά |
    • κάνει τον ανόητο να έχει μιαν ιδέαν αστοιχείωτη του αυθόρμητου (Palam) |
    • αν πριν κάτι μάθαιναν τα παιδιά, τώρα αποφοιτούν από το δημοτικό ολότελα αστοιχείωτα (Delmouzos) |
    • οι αστοιχείωτες γραμματολογίες μας δεν μπόρεσαν ακόμα να καθορίσουν τι ήταν αυτό το παρουσίασμα του Γρυπάρη (Valetas) |
    • δεν σας πέρασα για αστοιχείωτους, αλλά ήθελα να σας θυμίσω απλώς την συγκρότηση του κόσμου εδώ και μερικούς αιώνες (Psathas)

[fr kath αστοιχείωτος ← PatrG, K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go