Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστοιβή
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αστοιβή [astiví] η, (& region. στοιβή) pl αστοιβές & αστοιβάδες, bot
  • prickly shrub of the species Poterium spinosum (used for kindling, brooms etc) (syn αστοιβιά, αστοιβίδα, αφάνα):
    • ο Xριστός μ' ένα στεφάνι αστοιβές γύρω στο ματωμένο μέτωπο (Myriv) |
    • poem ο Xάλικας σηκώθη κι έριξε χεροβολιά αστοιβάδες | στη θράκα, που έσβηνε κλ (Kazantz Od 12.1219) |
    • λίκνο του αρμοδένει με την ~ | και τον ασπάλαθρο, προσκέφαλο με το γιοφύλλι (Decavalles)

[fr MG στοιβή (bes αστοιβή) ← K, AG στοιβή 'id.']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go