Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστισμός ο [astizmós] Ο17 : η ιδεολογία της αστικής τάξης.

[λόγ. αστ(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. bourgeoisisme (μειωτ.) (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστισμός [astizmós] ο, (L)
  • ① middle class, bourgeoisie (syn phr αστική τάξη, syn μπουρζουαζία):
    • εργατικός ~ |
    • τα ιδανικά του αστισμού |
    • ο εμπρεσιονισμός είναι η τέχνη της ανόδου του αστισμού (Panagiotop) |
    • βοηθήσανε την απαρχή ενός κάποιου συγχρονισμού του ελληνικού με τον προοδευμένο ευρωπαϊκό αστισμό (Karantonis) |
    • [ήταν] στενά υφασμένος με το προοδευτικό τμήμα του λαού στην εποχή εκείνη, τον αστισμό (Chourmouzios)
  • ② bourgeois ideology or apologetics

[fr kath (neol) αστισμός, der of αστός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go