Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστικοποίηση η [astikopíisi] Ο33 : 1α.η ένταξη στην αστική τάξη ενός ατόμου που ανήκει συνήθ. στην αγροτική ή στην εργατική: H αύξηση του εισοδήματος συντελεί στην ~. β. αποδοχή των αστικών ιδεωδών και συνηθειών: ~ του πρώην αναρχικού. 2. διαρκής συγκέντρωση πληθυσμού σε αστικά κέντρα: H ~ είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο της μεταπολεμικής περιόδου.
[λόγ. αστικοποιη- (αστικοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστικοποίηση [astikopíisi] η, (L)
- ① urbanization (syn αστοποίηση, ant απαστικοποίηση):
- ~των γεωργών, της γης, της υπαίθρου |
- βαθμιαία ~ του γεωργοκτηνοτροφικού πολιτισμού (Dakaris)
- ② polit transformation into bourgeois or middle-class:
- η αδιάκοπη ~ολοένα πλατύτερων στρωμάτων κάνει τους πολίτες πολιτικά απαθέστερους (Roufos)
[der of αστικοποιώ]
- ① urbanization (syn αστοποίηση, ant απαστικοποίηση):



