Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστεϊσμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστεϊσμός ο [asteizmós] Ο17 : (λόγ.) φραστικό αστείο: Άσε τους αστεϊσμούς και δείξε λίγη σοβαρότητα.

[λόγ. < ελνστ. ἀστεϊσμός `εκδήλωση πνεύματος, ευφυΐα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστεϊσμός [asteizmós] ο, (L)
  • joke, jest, pleasantry (syn αστείο 2):
    • θορυβώδης ~ |
    • με διάθεση (or πρόθεση) αστεϊσμού w. the intention of making a joke, jokingly |
    • παρακαλώ να μη θεωρηθεί ~ ότι αναδέχομαι όλη αυτή την ευθύνη (Papanoutsos) |
    • o ~ αυτός μου φαίνεται άνοστος και εξεζητημένος (Stasinop) |
    • poem .. σαν να δυσαρεστήθηκε | μ' αυτόν μας τον αστεϊσμό κλ (Kavafis)

[fr kath αστεϊσμός ← MG (CGL) ← K, der of αστεΐζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες