Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστενοχώρητος
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αστενοχώρητος, επίθ.
  • Που δεν στενοχωρείται:
    • πώς η αστενοχώρητος τώρα στενοχωρείται; (Λίβ. Esc. 1706).

[<στερ. α‑ + στενοχωρώ. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστενοχώρητος -η -ο [astenoxóritos] Ε5 : που δε στενοχωρήθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀστενοχώρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστενοχώρητος, -η, -ο [astenoxόritos]
  • untroubled, undistressed, unsaddened (ant στενοχωρημένος)

[fr PatrG (4th c.) ἀστενοχώρητος, cpd w. *στενοχωρητός (: στενοχωρώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go