Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστίατρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστίατρος ο [astíatros] Ο19 : γιατρός που υπηρετεί ως υπάλληλος στην υγειονομική υπηρεσία και ασχολείται κυρίως με τον έλεγχο της τήρησης των όρων υγιεινής στους δημόσιους χώρους.

[λόγ. άστ(υ) + ιατρ(ός) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστίατρος [astíatros] ο, (L) (& αστυΐατρος)
:
  • είπε θα στείλει σήμα να ζητήσει αστίατρους· δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει στρατιωτικούς για κατεχόμενο πληθυσμό (RApostolidis) |
  • από τ' Aσκληπιεία μορφώθηκαν οι δημόσιοι αστίατροι σ' όλες τις πόλεις της Eλλάδος (ChZalokostas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αστίατρος bes αστυΐατρος, cpd of άστυ & ιατρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go