Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αστήριχτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αστήριχτος1 [astírixtos] ο, (L)
  • unsupported or unaided person:
    • poem ο ~χωρίς φόβο επιτηρεί τον αστήριχτο (ZOikonomou)

[substantiv. m of αστήριχτος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αστήριχτος2, -η, -ο [astírixtos] (L) (& αστήρικτος)
:
  • ~τοίχος, φράχτης |
  • αποκαλύφθηκε η Bruges, αστήριχτη και αθέμελη πάνω απ' τα νερά (Ouranis) |
  • κύλησε βράχος παμμεγέθης .. και στάθη κατακέφαλά τους μετέωρος και στέκει ακόμη ~, δίχως να τους πλακώσει (Papatsonis)
  • ⓐ unsupported, unaided (syn αβοήθητος, ανυποστήρικτος 1):
    • θα μείνει ως το τέλος υλικά αστήρικτος και ψυχικά μόνος (Tsatsos)
  • ① unsupported, groundless, baseless (syn αβάσιμος, ανυποστήρικτος 2):
    • αστήρικτος ισχυρισμός |
    • αστήριχτη γνώμη, δήλωση, θεωρία, κατηγορία, πίστη, πρόβλεψη |
    • αστήριχτες ανησυχίες, αντιρρήσεις, αξιώσεις, δικαιολογίες, πληροφορίες |
    • αστήριχτο δόγμα, επιχείρημα, παράπονο |
    • οι φόβοι τους ήσαν υπερβολικοί και οι ενδοιασμοί τους αστήρικτοι (Roussos) |
    • οι πρώτοι ενθουσιασμοί τους ήταν κάπως υπερβολικοί κι αστήρικτοι (Charis) |
    • έχω .. την υποχρέωση να ανασκευάσω τις αστήριχτες επικρίσεις (Papanoutsos) |
    • προχώρησαν .. σε ερμηνείες του πλατωνικού στοχασμού αστήριχτες, καθώς πιστεύω (Andronikos)

[fr MG (4th c.), K (NT) ἀστήρικτος, cpd w. στηρικτός (IG 12.5.139.163)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go