Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστήριχτα [astírixta] adv (& αστήρικτα)
- groundlessly, baselessly, unsupportedly:
- το κεφάλι .. δεν είναι ξένο ή νεώτερο, όπως ~έχει υποτεθεί (Karouzou) |
- δεν άφηνε καμιά στιγμή το κριτήριό του να ευρύνει ~ κι αβασάνιστα το κέντρο και την ακτίνα του λόγου του (Diomatari)
[der of αστήριχτος2]
- groundlessly, baselessly, unsupportedly:



