Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστέρινος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αστέρινος, -η, -ο [astérinos]
  • ① οf or pertaining to stars, starry, heavenly (syn αστρικός 1, άστρινος 1):
    • αστέρινο φως |
    • οι αστέρινοι θεοί .. ούτε διστάζουν ούτε βουλεύονται για την τροχιά που ακολουθούν (Tatakis)
  • ⓐ made-up of stars:
    • αστέρινο παλάτι, περιβόλι |
    • στην άκρη της αστέρινης στράτας, μια πύλη ολόχρυση ορθώνεται· είναι η Παράδεισος (Karagatsis) |
    • poem και άμα στ' αστέρινά τους χρυσοαμάξια | οι αγγέλοι φύγουν και ο ήλιος φέξει πίσω κλ (Mavilis)
  • ② star-filled, starry (syn αστεράτος 1):
    • αστέρινη νύχτα
  • ⓑ star-like, starry, shining, flashing, sparkling (syn αστεράτος 2):
    • αστέρινο δάκρυ |
    • χτυπήθηκα από ένα άλλο αστέρινο σπιθήρισμα, τόσο μακρινό κι αυτό όσο κι ο ουρανός (Karantonis) |
    • poem και στο αστέρινο οι έγνοιες μέτωπό σου | σαν τα γειρτά λυπητερά ζουμπούλια (Palam) |
    • κι έλεα πως θά 'ρτεις δίπλα μου, | σγουρόμαλλον αγόρι | με την αστέρινη ματιά (Sikel)

[der of αστήρ (stem αστέρ-) w. suff -ινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες