Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστάχυ το [astáxi] Ο44α : (λαϊκότρ.) στάχυ1.
[μσν. *αστάχυ(ο)ν υποκορ. του αρχ. ἄσταχυς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασταχυολόγητος -η -ο [astaxiolójitos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν σταχυολογήσει, που δεν είναι σταχυολογημένο.
[λόγ. α- 1 σταχυολογη- (σταχυολογώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασταχυολόγητος, -η, -ο [asta jolόyitos]
- not excerpted, or anthologized, ungleaned (ant αποθησαυρισμένος 2b, σταχυολογημένος):
- ασταχυολόγητα ποιήματα
[fr kath (neol) ασταχυολόγητος, cpd w. *σταχυολογητός (: σταχυολογώ)]
- not excerpted, or anthologized, ungleaned (ant αποθησαυρισμένος 2b, σταχυολογημένος):



